- φαγάδικος
- -η, -ο, Ν1. (για πρόσ.) φαγάς2. (για κατοικίδιο ζώο) αυτός που για τη συντήρησή του χρειάζεται πολλή τροφή, που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής3. (για μηχανή) αυτός που για την λειτουργία του χρειάζεται μεγάλη ποσότητα καυσίμων4. το ουδ. ως ουσ. το φαγάδικοεστιατόριο, ταβέρνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγαδ- τού πληθ. φαγάδες τού φαγάς + κατάλ. -ικος].
Dictionary of Greek. 2013.